κατόχου

κατόχου
κάτοχος
holding down
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταυτότητα — Στη φιλοσοφία, όρος που χρησιμοποιήθηκε πολύ, για τον χαρακτηρισμό μιας από τις θεμελιώδεις αρχές της λογικής· της αρχής της ταυτότητας. Η αρχή αυτή, με την απλή διατύπωση που της έδωσε ο Αριστοτέλης, αντιτιθέμενος κυρίως στη φιλοσοφία του… …   Dictionary of Greek

  • πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… …   Dictionary of Greek

  • ταυτότητα — η 1. απόλυτη ομοιότητα ή ισότητα: Ταυτότητα συμφερόντων. 2. το να είναι κανείς αυτός που λέει ότι είναι: Δεν μπορεί να αποδείξει την ταυτότητά του. 3. επίσημο δελτίο με τη φωτογραφία και τα ατομικά στοιχεία του κατόχου. 4. βραχιόλι όπου είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αναμνηστικός — ή, ό (Α ἀναμνηστικός, ή, όν) [ἀναμιμνήσκω] νεοελλ. 1. ο σχετικός με την ανάμνηση, αυτός που προκαλεί ανάμνηση, που συντελεί στη διατήρηση τής αναμνήσεως 2. το ουδ. ως ουσ. το αναμνηστικό αντικείμενο που διατηρεί στη μνήμη τού κατόχου του το… …   Dictionary of Greek

  • ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές …   Dictionary of Greek

  • βιβλιάριο — το (AM βιβλιάριον) νεοελλ. πιστοποιητικό σε σχήμα μικρού βιβλίου με το όνομα, τα λοιπά στοιχεία και τη φωτογραφία του κατόχου («βιβλιάριο υγείας», «... νοσηλείας», «εκλογικό...» «... ασφάλισης» κ.λπ. || αρχ. μσν. χειρόγραφο τεύχος …   Dictionary of Greek

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

  • δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… …   Dictionary of Greek

  • διαβατήριο — Δημόσιο έγγραφο –συνήθως με τη μορφή βιβλιαρίου– που επιτρέπει την έξοδο του κατόχου του από το εθνικό έδαφος και την είσοδό του σε χώρα του εξωτερικού. Οι χώρες διάβασης ή τελικού προορισμού δίνουν τη συγκατάθεσή τους με τη μορφή θεώρησης, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”